- σφεδανόν
- σφεδανόν (cf. σφοδρός): neut. adj. as adv., eagerly, impatiently. (Il.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
σφεδανόν — σφεδανός vehement masc acc sg σφεδανός vehement neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφέπω — ἐφέπω (Α) Ι. ενεργ. 1. χειρίζομαι, χρησιμοποιώ επιδέξια, στρέφω, εκσφενδονίζω («ὁ δ ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος», Πίνδ.) 2. κατευθύνω προς κάποιον ή εναντίον κάποιου («Πατρόκλῳ ἔφεπε κρατερώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 3. εξαναγκάζω κάποιον με τη βία,… … Dictionary of Greek
σφεδανός — και σφαδανός ή, όν, Α 1. σφοδρός, ορμητικός, βίαιος («ἢ στάσιας σφεδανάς», Ξενοφ.) 2. (στον Όμ. το ουδ. ως επίρρ.) σφεδανόν με ορμή, με σφοδρότητα, ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *sp(h)e(n)d «σπαράζω, σπαρταρώ» (βλ. λ.… … Dictionary of Greek
σφεδανώ — άω, Α [σφεδανός] (κατά τον Αρίσταρχο, δ. γρφ στην Ιλ. αντί σφεδανόν) ορμώ μαινόμενος … Dictionary of Greek